- Σερίφιος
- -α, -ο / Σερίφιος, -ία, -ον, ΝΑ [Σέριφος]ο κάτοικος τής νήσου Σέριφος ή αυτός που κατάγεται από τη Σέριφο («oὔτ' ἂν ἐγὼ Σερίφιος ὢν ἐγενόμην ἔνδοξος, οὔτε σὺ Ἀθηναῑος», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σερίφιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεριφίων — Σερίφιος fem gen pl Σερίφιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφιον — Σερίφιος masc acc sg Σερίφιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεριφίοις — Σερίφιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεριφίου — Σερίφιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεριφίους — Σερίφιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεριφίῳ — Σερίφιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφιοι — Σερίφιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεριφία — Σεριφίᾱ , Σερίφιος fem nom/voc/acc dual Σεριφίᾱ , Σερίφιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεριφιώτης — ο, θηλ. Σεριφιώτισσα, Ν [Σέριφος] ο Σερίφιος … Dictionary of Greek